- σιτοστερόλη
- η, Ν(βιοχ.) πολύπλοκο μίγμα στερολών σε λιπαρό ιστό τών ανώτερων φυτών, ιδιαίτερα στο αραβοσιτέλαιο ή το σιταρέλαιο, καθώς και σε μερικά φύκη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sitosterol < sito- (< σίτος) + sterol (βλ. στερόλη)].
Dictionary of Greek. 2013.